-
1 ὄχος
A carriage, used by Hom. in heterocl. neut. pl. ὄχεα, τά, even of a single chariot,ἐξ ὀχέων Il.4.419
, etc. (so Pi.O.4.13, P.9.11); and in poet. dat.ὄχεσφι, -φιν, σὺν ἵπποισιν καὶ ὄχεσφι Il.4.297
, cf. 5.28, 107, etc.: later also in masc. pl.,ἐπὶ χρυσέοισιν ὄχοισιν h.Cer. 19
; ἐπ' εὐκύκλοις ὄχοις, of the Scythian wagons, A.Pr. 710, cf. E. Andr. 1019 (lyr.), Supp. 676, al.: also in sg., Pi.O.6.24 (in poet. form [full] ὄκχοσ, A.Ag. 1070, Hdt.8.124, Critias 2.3: periphr., ἁρμάτων ὄχος or ὄχοι, = ὄχημα, E.Hipp. 1166, IT 370, Ph. 1190; ὄ. ταχυήρης, of a ship, A.Supp.32 (anap.).2 τρόχαλοι ὄχοι the swift or round bearers of the chariot, i.e. the wheels, E.IA 146 (anap.).III perh. = ὀχετός, μισθωτοῖς τοὺς ὄ. ἀνακαθάρασι τοὺς ἐν τῷ ἱερῷ IG11(2).203 A 33 (Delos, iii B. C.).
См. также в других словарях:
πλεκτός — ή, ό / πλεκτός, ή, όν, ΝΑ, και πλεχτός Ν [πλέκω]Μ αυτός που κατασκευάζεται με πλέξιμο (α. «πλεκτό καλάθι» β. «ἔπειτα μήτηρ καὶ γυνὴ διπλοῡν ἔπος, πλεκταῑσιν ἀρτάναισι λωβᾱται βίον», Σοφ.) νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η πλεκτή ναυτ. είδος πλέγματος… … Dictionary of Greek